- ισχύω
- (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς]1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα»)2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον»)3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια»)(νεοελλ.-μσν.)έχω τη δύναμη, έχω τη δυνατότητα, μπορώμσν.είμαι επαρκής («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῡ»)(μσν.-αρχ.)1. είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός, ρωμαλέος («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)2. επιβάλλομαι, επικρατώ, νικώ («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾱς», Πανάρ.)αρχ.1. συνέρχομαι από την ασθένεια, αναλαμβάνω δυνάμεις, αναρρωννύω2. είμαι ισοδύναμος με κάτι, αξίζω («ἡ μνᾱ ἰσχύει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ», Ιώσ.)3. συμπυκνώνω (ἴσχυσε νεφέλας καὶ διεθρύβησαν λίθοι χαλάζης», ΠΔ)4. ενδυναμώνω, ενισχύω κάτι («πᾱσαν ἡδονὴν ἰσχύοντα», ΠΔ)αστρολ. βρίσκομαι σε κυρίαρχη θέση («ἰσχύοντες ἀστέρες»).
Dictionary of Greek. 2013.